Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

ΚΑΛΗ ΜΕΡΑ, ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ... (αισιόδοξος Καλύμνικος σφουγγαράδικος χαιρετισμός)




Ποτέ άλλοτε η ιστορία ενός τόπου δεν συνδυάστηκε τόσο πολύ με την ιστορία ενός αγαθού! Χρειάζονται ατέλειωτες ώρες για να περιγράψει κανείς τα κομμάτια ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού, που αρχίζει κάπως σαν παραμύθι! Παραμυθιού στο οποίο είναι ήδη χαραγμένες οι πάμπολλες φρικιαστικές σκηνές θανάτου που γνωρίζω ή έχω ακούσει!
Σ’ αυτό το πόνημα δεν θα ασχοληθώ μ’ όλους τους πολιτικούς, ιστορικούς και τεχνικούς μαιάνδρους αφού η ιστορία της Καλύμνου είναι σύμφυτη με την ιστορία του σπόγγου και αφετέρου αποφεύγω να σας κουράσω. Η Κάλυμνος χονδρικά λοιπόν σκλαβώθηκε από τους Τούρκους το 1523 (μικρή η παρουσία τους στο νησί, άλλωστε δεν παρουσίαζε γι αυτούς ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον) και απ’ τους Ιταλούς το 1912-1947 (τα περισσότερα δημοτικά κτίρια είναι Ιταλικής νοοτροπίας), οπότε ενσωματώθηκε με την Ελλάδα.
Ας σας διηγηθώ καλύτερα μια ιστορία σαν παραμύθι που αρχίζει κάπως έτσι:
Ξερός και μικρός τόπος η Κάλυμνος μ’ αποτέλεσμα να υπάρχουν λίγα εδάφη που προσφέρονται για καλλιέργεια. Αντίθετα με αυτό το γεγονός, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Καλύμνιων ήταν σημαντικά ψηλότερο της υπόλοιπης Ελλάδος αφού αναγκαστικά οι ντόπιοι στραφήκαν στη θάλασσα με την οποία είχαν από τα πανάρχαια χρόνια μια σχέση αγάπης-μίσους! Προϊόντος του χρόνου άρχισαν να μαθαίνουν το σφουγγάρι, δηλαδή από ποια μέρη βγαίνει, ποια είναι τα είδη του και την ειδική επεξεργασία που χρειάζεται για να ‘ρθει να αποκτήσει την τελική του μορφή. Για να είμαστε ακριβείς ποια θα επιλέξουμε εμείς οι άνθρωποι, να ‘ναι η τελική του μορφή.
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή όμως…
Ο σπόγγος ή σφουγγάρι είναι γνωστός από την αρχαιότητα, αναφέρεται μάλιστα σε πλήθος αρχαίων κειμένων! Μάλιστα γίνεται ειδική μνεία ακόμη κι από την εποχή του Ομήρου!
- «Στην Οδύσσεια, αναφέρεται το σφουγγάρι, κυρίως για το καθάρισμα των τραπεζιών. Όταν η Αθηνά κατέβηκε στην Ιθάκη, είδε τους μνηστήρες να γλεντοκοπούν και τους υπηρέτες με πολύτρυπα σφουγγάρια τα τραπέζια να καθαρίζουν. Σε άλλο σημείο, ο Οδυσσέας, λέει στον Τηλέμαχο να προστάξει τις γυναίκες τα τραπέζια να καθαρίσουν με νερό και τρυπητά σφουγγάρια.»*
- «Στην Ιλιάδα, αναφέρεται για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών, κυρίως από τον ιδρώτα. Ο Ήφαιστος, σφούγγιξε με ένα σφουγγάρι γύρω-γύρω, το πρόσωπο και τα χέρια του, το δυνατό του σβέρκο και τα τριχωτά του στήθη. (Σ 414-415) Επίσης, παρομοιάζεται η πτώση του τραυματισμένου αρματοδρόμου του Έκτορα, με δύτη που κατεβαίνει στον βυθό.»*
Το σφουγγάρι είναι είδος οργανισμού (μετάζωα) λέγονται, γεννιέται ουσιαστικά απροστάτευτο! Απ’ αυτό το ας πούμε σώμα εκκρίνεται μια ουσία η οποία κατόπιν στερεοποιείται, ένα απ’ τα πολλά είδη που γεννούν κυριολεκτικά το σπίτι τους! Το μαλακό «σπίτι» ή αλλιώς το μαλακό «σώμα» του σφουγγαριού αποτελεί ενός είδους παγίδας για τις θρεπτικές ουσίες και το πλαγκτόν. Αφετέρου οι εκκρίσεις του, σχηματίζοντας πολυδαίδαλους μαιάνδρους αποτελούν έναν πολύτιμο τόπο διαμονής και άμυνας!
Το σφουγγάρι βγαίνει ζωντανό από την θάλασσα κι έχοντας μαύρη γλοιώδη μορφή! Αυτό σημαίνει ότι πρέπει κατ’ αρχήν να απομακρύνουμε κάθε μορφή ζωής για να μην μυρίζει και να υποστεί μια ειδική επεξεργασία και να αποκτήσει τη μορφή που εμείς θέλουμε. Η επεξεργασία αυτή πού είναι συγκεκριμένη αρχίζει από το καΐκι που θα το ψαρέψουν. Το σφουγγάρι όταν βγαίνει είπαμε, είναι μαύρο και γεμάτο από άμμο, πέτρες, θαλάσσιους μικροοργανισμούς, πλαγκτόν κ.ά. Το πατούν στο καΐκι μόλις το βγάλουν προσπαθώντας να το του κάνουν έναν πρόχειρο καθαρισμό από τις ουσίες οι οποίες έχουν γαλακτόμορφη υγρή μορφή και μυρίζουν άσχημα. Κατόπιν μεταφέρονται σ’ άλλα καΐκια πιο μεγάλα, που ονομάζονται «Ντεπόζιτα» που συνήθως μένουν αραγμένα σε ένα απάνεμο κόλπο εκτελώντας χρέη αποθήκης, συνοδεύουν τα σφουγγαράδικα που είναι πιο μικρά κι ευκίνητα. Τα ξαναπατάνε εκεί, τα περνούν σ’ ένα σχοινί και τα ξαναρίχνουν στη θάλασσα για όσο θα χρειαστεί να καθαρίσουν. Εκεί αποθηκεύονται και περιμένουν υπομονετικά να τελειώσει το ψάρεμα να πάρουν τον δρόμο του ταξιδιού για την Κάλυμνο όπου υφίσταντο πιο επίπονη επεξεργασία γνωστή εδώ και χιλιάδες χρόνια δηλαδή, πιο προσεκτικό πάτημα, πλύσιμο στην θάλασσα, ψαλίδισμα, διαλογή, πλύσιμο με διάφορα οξέα αναλόγως το χρώμα που θέλουμε να τους δώσουμε, αμπαλάρισμα, αποθήκευση κ.ά. Τα σφουγγάρια χοντρικά χωρίζονται σε δυο είδη «Άγρια» που δεν ψαρεύονται και «Ήμερα» που ψαρεύονται. Στα ήμερα έχουμε τις διάφορες κατηγορίες: «Φίνο», «Φίνο-Ματαπάς», «Ματαπάς», «Καπάδικο», «Λαγόφυτο» και «Τσιμούχα»…
Η σχέση του Καλύμνιου με την θάλασσα άρχιζε από νεαρότατη ηλικία αφού πολλά παιδιά μαθαίνανε να πλατσουρίζουν πριν καλά-καλά μάθουν να περπατούν! Αποτελούσε δημοφιλέστατα σπορ μεταξύ των πιτσιρικάδων να κάνουν «αναπνοή» για να δουν ποιός θα πάει πιο μακριά ή να «πατώσουν» επιστρέφοντας από τον βυθό με μια φούχτα άμμο! Ανταγωνισμός που έμεινε κατάλοιπο μιας παλιότερης εποχής και συνάμα τρόπος εκγύμνασης!
Πάντως βαρύς κι ανατριχιαστικός ήταν ο φόρος αίματος που πλήρωσαν οι Καλύμνιοι στην θάλασσα. Αφήστε που πάγωναν όταν ψάρευαν σε μεγάλα βάθη! Αμέτρητες φορές συνάντησαν καρχαρίες! Αναφέρω εδώ τρία φρικτά συμβάντα όταν ψάρευαν ακόμα γυμνοί με «σκανταλόπετρα»!
Γύρω στο 1900 στην Κρήτη, ο Μανώλης το «Βολάρι» όπως ήταν το παρατσούκλι του, γυμνός δύτης με σκανδαλόπετρα, δέχθηκε επίθεση, ενός καρχαρία από πίσω και πάνω, όταν ήταν στο βυθό και μάζευε σφουγγάρια! Όταν ξαφνιασμένοι από το τράνταγμα του σχοινιού που συνδέει την βάρκα με τον δύτη τον τράβηξαν πάνω οι σύντροφοί του τι να δουν: Έλειπε το κεφάλι, ο μισός θώρακας και το αριστερό χέρι! Είχε μείνει το δεξί σφιγμένο στο σχοινί! Τέτοιο ήταν το μέγεθος του καρχαρία και ο αιφνιδιασμός του ανθρώπου!
Το 1888 στην Τρίπολη της Λιβύης, ο Γιάννης Τριαντάφυλλος ή Λατάρι επίσης γυμνός δύτης με σκανδαλόπετρα, καθώς πήγαινε στο βυθό κρατώντας μπροστά του την πέτρα κατά το σύστημα των σφουγγαράδων, έπεσε ακριβώς μέσα στο στόμα του! Ο καρχαρίας ξαφνιασμένος από το βάρος της πέτρας έκανε εμετό και έβγαλε πάλι την πέτρα και τον άνθρωπο αιμόφυρτο αλλά ζωντανό! Οι σύντροφοί του ίσα-ίσα που πρόλαβαν να τον τραβήξουν πάνω στην βάρκα μισοπεθαμένο, ενώ ο καρχαρίας τριγύρναγε τρελαμένος απ’ την γεύση και την μυρωδιά του αίματος! Έκτοτε οι Καλύμνιοι σοκαρισμένοι απ’ την ιστορία του τον βάφτισαν με τα παρατσούκλια «Ψαροφαωμένος» ή «σύγχρονος Ιωνάς»! Αλλά τέλος πάντων σώθηκε ο άνθρωπος...
Στα 1904 στην Αγία Ειρήνη της Κρήτης το πλήρωμα της βάρκας ήταν αυτόπτες μάρτυρες της αγωνίας του Νικήτα Σπλαγγούνια. Ήταν ήρεμη η θάλασσα και έβλεπαν τον καρχαρία και τον γυμνό δύτη! Είδαν το όλο περιστατικό ανήμποροι να βοηθήσουν! Προσπάθησαν να τον τραβήξουν, αλλά δεν τα κατάφεραν και έφεραν πάνω μόνο το χέρι του! Ο ένας απ’ τους συντρόφους του και μάλιστα αυτός που κράταγε το σχοινί που ένωνε τον δύτη με την βάρκα πέθανε κι αυτός! Έπαθε σοκ και καρδιακή προσβολή… Σακελλάρης Σουλούνιας ονομαζόταν!
Σε πολλές άλλες περιπτώσεις στις οποίες ούτε ίχνος των ανθρώπων δεν βρέθηκε!
Αλλά τρομοκρατούσε εξ ίσου τους δύτες η λεγόμενη «νόσος των δυτών» που εμφανίστηκε με την ανακάλυψη του σκάφανδρου. Το σκάφανδρο είναι συσκευή (ανακαλύφθηκε το 1913), που την φοράνε οι δύτες και τροφοδοτείται μ’ αέρα από το σκάφος έχει μεγάλα πλεονεκτήματα και μεγάλα μειονεκτήματα. Αναφέρω μερικά απ’ τα πλεονεκτήματα: Παράταση παραμονής του δύτη για περισσότερη ώρα στο βυθό αφού τροφοδοτείται αέρας από το σκάφος , σχετική προστασία απ’ το κρύο, σχετική προστασία απ’ τους θαλάσσιους οργανισμούς! Τα μειονεκτήματα του ήταν ο μεγάλος χρόνος αποπίεσης καθώς και η γνώση που έπρεπε να αποκτήσουν οι σφουγγαράδες για αυτή την νεόδμητη συσκευή, γιατί έπρεπε ανάλογα με το βάθος να αποσυμπιέζονται αργά-αργά. Ο οργανισμός απελευθερώνει άζωτο ανάλογα του βάθους που πάει ο δύτης. Αν δεν γίνει σωστά η αποπίεση τότε ο άνθρωπος παθαίνει την «νόσο των δυτών». Συνηθέστατη ήταν η περίπτωση λάθους ή κακής εκτίμησης, ή πολλές φορές ακόμα και σκόπιμης, με συνέπεια την μόνιμη ή μερική σωματική βλάβη του δύτη ή ακόμα τον θάνατό του!
Αξίζει εδώ να αναφέρω την προσωπική μαρτυρία τριών σφουγγαράδων σε αυτούσια ναυτική διάλεκτο:
Γεώργιος Κυπραίος. Καπετάνιος, 85 χρονών.

« Ήμασταν τέσσερα εξαδέλφια πολύ αγαπημένα. Μεγαλώσαμε από μικρά μαζί και νοιώθαμε σαν πραγματικά αδέλφια. Εγώ, ο Γιώργος Κυπραίος, ο αδερφός μου Παντελής Κυπραίος και τα εξαδέλφια μου, Μανόλης και Μικές Χαλκιδιός, τα Κυπραιάκια και τα Ρουμάκια. Μεγαλύτερος από όλους, ο Μικές, που όλοι τον σεβόμασταν. Από μικροί, ο καθένας με τη δική του γυαλάδικη βάρκα, φεύγαμε και οι τέσσερις για σφουγγαράδικο ταξίδι, όλοι μαζί, μια ομάδα, συνεταιρικά, κουσέρβα, με το σύστημα του ρεβεριζή και του γυμνού δύτη με το σκαντάλι. Το χειμώνα πηγαίναμε με το γυαλί και το καμάκι. Οι βάρκες δεν είχαν μηχανές και ταξιδεύαμε με κουπιά και πανιά. Κάθε Μάιο βάζαμε τις βάρκες μας στις μπρατσέρες και μας πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια. Μόλις φτάναμε εκεί, μας κατέβαζαν με τροχαλία και παλάγκο και αρχίζαμε τη δουλειά, η κάθε βάρκα τραβούσε όπου είχε σφουγγάρια μα πάντα όλοι μαζί, μονιάζαμε το βράδυ. Πάνω στην κάθε βάρκα ο κουππάς, το κουππαέλι στα κουπιά, οι καπεταναίοι στο γυαλί και 2-3 βουτηχτάδες. Και οι 4 ήμασταν πολύ έμπειροι καπεταναίοι και έμπειροι γυαλάδες. Αρχίζαμε να γυαλεύουμε το βυθό από το χάραμα, να δούμε σφουγγαρότοπο. Μόλις εντοπίζαμε τα σφουγγάρια στομώναμε κοντάρια στο καμάκι, το ρίχναμε στο βυθό και αγγίζαμε το σφουγγάρι, αν τρυπούσε ήταν ήμερο, αν όχι, άγριο. Αν μπορούσαμε να το φέρουμε πάνω με το καμάκι, το κάναμε, αλλιώς αφήναμε το καμάκι δίπλα στο σφουγγάρι και ο δύτης κατέβαινε βολίδα με την σκανταλόπετρα, το έπιανε, το ξερίζωνε και μαζί όσα άλλα έβρισκε. Ο κουππάς, που τελούσε χρέη κολαουζέρη, του άφηνε λάσκα το σχοινί για να μπορεί να κινιέται στο βυθό. Ο καπετάνιος γυαλάς, μέχρι 20-22 οργιές τον έβλεπε, παραπάνω όχι. Όταν η ανάσα του σφουγγαρά τελείωνε, με το δεξί χέρι, έστριβε το σχοινί 2-3 φορές, έκλεινε τα πόδια του σε στάση προσοχής για να είναι ελαφρύ το σώμα και έπιανε το σχοινί με το ένα του χέρι. Αν τα πόδια του ήταν ανοιχτά, το σώμα του θα ήταν μολύβι και δεν θα μπορούσαν να τον τραβήξουν πάνω εύκολα. Μόλις ο σφουγγαράς έπαιρνε αυτή τη στάση, την ευθύνη τώρα για την ανάδυση την είχε ο κουππάς, που έκανε και τον κολαουζέρη. Βοηθούσε και το κουππαέλι. Οι θέσεις που έπαιρναν για να ανεβάσουν πάνω τον σφουγγαρά, ήταν το κουππαέλι στην πλώρη να κρατά την άκρη του σχοινιού και ο κουπάς μέσα στη βάρκα να βάζει το πόδι του κόντρα, αντιπάτη, για να μην τον πάρει το βάρος του σφουγγαρά στην θάλασσα, και να μαζεύει γρήγορα τα μπόσικα και μόλις το σχοινί φερμάρει, το οποίο είναι περασμένο μέσα από την μικρή εσοχή, τον κάβουρα, για να ελέγχει το τράβηγμα και να έρχεται πάνω σταθερά, τον τραβάει γρήγορα και τον φέρνει στην επιφάνεια, με την βοήθεια και του κουππαελιού. Και οι δύο μαζί σκύβουν πολύ γρήγορα, τον πιάνουν από τους ώμους, τον σηκώνουν και τον βάζουν στη βάρκα, γιατί είναι μισολιπόθυμος και παγωμένος, χωρίς αναπνοή. Παίρνει βαθιά ανάσα, τον πατάμε στο πόδι γιατί είναι παγωμένο, να κυκλοφορήσει το αίμα. Μετά, αυτός σκουπίζεται, καθίζει στον ήλιο να ζεσταθεί και να περιμένει πάλι την σειρά του για την επόμενη βουτιά. Δύσκολη δουλειά, κουραστική. Το βράδυ κάναμε τις ετοιμασίες για το άσπρισμα των σφουγγαριών και μετά ή πηγαίναμε στο ντεπόζιτο να φάμε και να κοιμηθούμε αν ήταν φουρτούνα, ή γυαλώναμε, τραβούσαμε τις βάρκες στην άμμο, ανάβαμε ξύλα σε πρόχειρη παρατσά, μαγειρεύαμε, καθίζαμε όλοι κατάχαμα, να φάμε από μία σκουτέλα, το κάθε πλήρωμα την δική τους, και μετά, βγάζαμε τα στρωμάτσα μας έξω στις πλάτσες ή στην άμμο και παϊρδισμένοι από την κούραση, μας έπαιρνε ο ύπνος, για να ξυπνήσουμε πάλι από τις πέντε το πρωί, να πάρουμε πάνω τα βρεγμένα, να κάνουμε την ετοιμασία των σφουγγαριών. Να τα γδάρουμε, να τα χτυπήσουμε με ξύλο βαγιάς και βρεγμένα να τα βάλουμε στα τσουβάλια, και αμέσως σάρπα και μόλα για δουλειά. Όλο το καλοκαίρι να παλεύουμε μέσα σε μία μικρή, ξύλινη βάρκα, να είμαστε στριμωγμένοι έξι άτομα. Μια μέρα, δίπλα μας, είχε συμιακή βάρκα με βουτηχτές. Ο γυαλάς τους είχε δει στο βυθό, στη ρίζα μιας μεγάλης πέτρας, ένα μεγάλο σφουγγάρι. Έστειλε τον σφουγγαρά κάτω και όπως χαμήλωσε έσκυψε να το ξεριζώσει. Ο ένας του ώμος, δεν καλυβόταν από την πέτρα και ένα μεγάλο ψάρι που παραφύλαγε, τον δάγκωσε και του πήρε κομμάτι από τον ώμο που εξείχε. Από πάνω, τον είδαν με το γυαλί και τον τράβηξαν γρήγορα πάνω, το ψάρι όρμησε να τον αρπάξει, αλλά όπως κουνιόταν η σκανταλόπετρα, χτύπησε το σκυλόψαρο στο στόμα και δεν πρόλαβε να τον φάει. Τον ανέβασαν πάνω, τον πήγαν σε γιατρό και τον γιάτρεψαν. Σε λίγες μέρες, οι δικοί μας, νομίζοντας ότι το ψάρι έφυγε, πήγαν να βγάλουν τα σφουγγάρια. Όταν όμως η βάρκα στάθηκε στο σημείο αυτό, νοιώσαμε τράνταγμα και το ψάρι δάγκωνε τα κουπιά. Έτσι, φύγαμε από εκεί γρήγορα. Στα μισά του Σεπτέμβρη, μας ξανανέβαζαν πάνω στην μπρατσέρα, παίρναμε πορεία και φθάναμε πάλι στην Κάλυμνο. Ξεκουραζόμασταν καμιά εικοσαριά ημέρες, και πάλι όλοι μαζί, φεύγαμε για τα γύρω νησιά, για το υστεροτάξιδο. Αυτή η εποχή είχε γαλήνια θάλασσα. Βγάζαμε σφουγγάρια και κάναμε καλά μεροκάματα. Βγάζαμε και ψάρια και μεζελίκια και στα νησιά που πιάναμε λιμάνι, κάθε βράδυ, τα πουλούσαμε, κάναμε σιρμαγιά και αγοράζαμε φρέσκα τρόφιμα και ψωμί. Πιο πολύ δουλεύαμε με καμάκι γιατί τα νερά είχαν παγώσει ήδη και πάγωναν και οι δύτες στο βυθό. Στην επιφάνεια, και χειμώνα, τα νερά ήταν ζεστά αχνίζανε. Στο βυθό όμως, σε ξύριζε το κρύο, πάγωνες και το αίμα σου σταματούσε. Στα μέσα του Νοέμβρη ερχόμασταν στην Κάλυμνο, πουλούσαμε τα σφουγγάρια, κάναμε Χριστούγεννα και όλες τις γιορτές και μετά τα Φώτα, που ο Χριστός βαπτίστηκε, φεύγαμε για χειμωνιάτικο στις Κυκλάδες, για αστακούς, ψάρια και κταπόδια. Ήτανε καταχείμωνο, το κρύο τσουχτερό, οι καιροί φουρτούνες και μπόρες και χωρίς μηχανή, με κουπιά και πανιά μόνο, και μάλιστα δύο ζευγάρια, ένα μικρό και ένα μεγάλο, απαραίτητα και τα δύο, ώστε αν χάναμε το ένα ζευγάρι κουπιά, να είχαμε να ταξιδέψουμε, να μην μας πνίξει η μπόρα. Γυρίζαμε τόσα μίλια με την δύναμη των χεριών των κουππάδων. Κάθε βράδυ, προσπαθούσαμε να βρούμε βάλα να αράξουμε, να προφυλαχτούμε από απρόσμενη κακοκαιρία. Όλα τα ξαδέρφια, όλη μέρα στο γυαλί, μέσα στην κουμούζα, να γυαλεύουμε το βυθό. Μόλις βλέπαμε σημάδι αστακού, ο κουππάς έπιανε το καμάκι με τα τρία κοντάρια, έβαζε πάνω χταπόδι ακοπάνιστο και το έριχνε στο βυθό πάνω στις τρύπες και οι αστακοί που φοβούνται τα χταπόδια, προσπαθούσαν να φύγουν και αμέσως με τη ειδική αστακοαπόχη τους μαζεύαμε όλους. Τους βάζαμε στα τσουβάλια, στοιβάζοντας τους. Οι βάρκες όμως, μικρές, ο χώρος για ύπνο ελάχιστος, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, και τη νύχτα τα τσουβάλια τα κρεμούσαμε με σχοινί στην θάλασσα για να μένει χώρος να κοιμηθούμε. Όταν ο καιρός ήταν βροχερός, βάζαμε το πανί σαν τέντα, να τρέχουν τα νερά, όμως μας έβρισκαν και μας έκαναν μούσκεμα, όλους και τα στρωμάτσα και τις κουβέρτες και μέχρι να ξημερώσει, παγώναμε στο κρύο. Όλοι φορούσαμε μάλλινες φανέλες κατάσαρκα, απ’ έξω κόντρα-φανέλες, πλεγμένες με τρίχα της κατσίκας, από κάτω μάλλινα μακριά σώβρακα και παντελόνια τσόχινα, και απ’ έξω τις πατατούκες, και στην κεφαλή μας σκούφο μάλλινο, που φαινόντουσαν μόνο τα μάτια μας. Το πρωί, όλα βρεγμένα. Αλλάζαμε, τα βάζαμε να ξεραθούν, το ίδιο και τα στρωμάτσα μας, που πολλές φορές δεν στέγνωναν και κοιμόμασταν πάνω τους αναγκαστικά. Γι’ αυτό όλοι οι θαλασσινοί έπασχαν από βρογχικά και ήταν η αιτία που πέθανε ο πατέρας σου, σε ηλικία 70 χρονών. Εκτός από αστακούς, βγάζαμε και χταπόδια, που τα μελώναμε και τα τσουβαλιάζαμε. Βγάζαμε και ψάρια και τα πουλούσαμε στα νησιά, αλλά όταν περνούσε καράβι για τον Πειραιά, τα στέλναμε εκεί στην ιχθυόσκαλα. Αν όμως το καράβι αργούσε να περάσει, οι αστακοί βρεγμένοι άντεχαν και πέντε μέρες, τα ψάρια δεν άντεχαν. Τότε τα ξεντερίζαμε και τα παστώναμε και γεμίζαμε τσουβάλια. Το ίδιο και τους αστακούς, τους κάναμε λιαστούς και όλα αυτά, τα μελά χταπόδια, τις αστακονορές και τα παστά ψάρια, τα φέρναμε και τα πουλούσαμε στην Κάλυμνο. Μετά την πούληση, βάζαμε κάτω τα έξοδα και ότι περίσσευε τα μοιραζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Και οι τέσσερις βάρκες, ήμασταν με μερδικό. Όλοι μας με κόπο, τθαμάχι, αγωνία, βγάζαμε το ψωμί το τυραννισμένο για την οικογένεια και τα παιδιά μας. Στο χειμωνιάτικο, αν βρίσκαμε σφουγγάρι στο βυθό, προσπαθούσαμε να το καμακώσουμε και να το φέρουμε πάνω, αν όμως δεν μπορούσαμε να το ξεκολλήσουμε τότε καλοπιάναμε τον σφουγγαρά και εκείνος, αν και παγωμένη η θάλασσα, βουτούσε και το ξερίζωνε. Στο χειμωνιάτικο το πλήρωμα δεν έπαιρνε πλάτικα, έτσι αν ήθελε βουτούσε, αν δεν ήθελε δεν μπορούσες να το αναγκάσεις. Τέλη Φλεβάρη, γυρίζαμε στην Κάλυμνο και αρχίζαμε τις ετοιμασίες για το μεγάλο καλοκαιρινό ταξίδι. Τραβούσαμε τις βάρκες στις γλίστρες, τις ξύναμε, να στεγνώσουν, τις μπογιατίζαμε μέσα έξω, περνούσαμε φαρμάκι και τις ρίχναμε στη θάλασσα, αλλά μέχρι να φύγουμε, πηγαίναμε μονοήμερα και φέρναμε μεζελίκια, ψάρια ακταπόδια, λίγα σφουγγαράκια και κάναμε το χαρτζιλίκι μας, σπούσαμε καθημερινά έξοδα.»
· Γυαλί= σωλήνας που έχει στην άκρη του τζάμι. Χρησιμεύει στην κατόπτευση της θάλασσας
· Κουσέρβα= όλοι μαζί
· Ρεβεριτζής= αυτός που κράταγε το σχοινί που συνέδεε την βάρκα με τον δύτη
· Σκαντάλι ή Σκανταλόπετρα= πελεκημένη πλακουτσωτή, τρυπημένη πέτρα για να περνά το σχοινί. Το βάρος της ποικίλει από 10-15 κιλά.
· Αντιπάτη= Αντίσταση
· Παρατσά= εστία μαγειρέματος
· Πλάτσες= βράχια
· Παϊρδισμένοι= αποκαμωμένοι
· Τθαμάχι= αγανάκτηση από την κοπιαστική δουλειά
· Πλάτικα= προκαταβολή

Σισώης Γιώργος (πιασμένος δύτης)
« Όταν χτυπήθηκα από την νόσο των δυτών, έμεινα ανάπηρος με ένα ξύλινο μπαστούνι να με στηρίζει. Για να επιβιώσω, να ζήσω την οικογένειά μου άνοιξα ένα ουζερί στην Αστυπάλαια. Αυτό όμως, με έπνιγε. Είχα μάθει μια ζωή από μικρός να ταξιδεύω παρέα με τη θάλασσα και την αλμύρα της, να πιάνω λιμάνια, να γνωρίζω ανθρώπους. Στο ουζερί ένοιωθα φυλακισμένος και δυστυχισμένος, ένοιωθα χωρίς ανάσα. Μια μέρα έσπασα όλα τα τραπέζια και τις καρέκλες, έφτιαξα μετά το ένα και έκατσα να σκεφτώ. Δεν μπορούσα χωρίς την μεγάλη μου αγάπη την θάλασσα. Τα παράτησα όλα και ξαναγύρισα σ’ αυτή. Ξανάγινα σφουγγαράς και συνεχίζω μέχρι σήμερα και νοιώθω ελεύθερος, χαρούμενος, ευτυχισμένος»
Λευτέρης Χαλκίτης (εν ζωή, 59 ετών)
Γεννήθηκε στην Ρόδο, Χαλκίτικης καταγωγής. Παντρεύτηκε και ζει στην Κάλυμνο πλέον και παίρνει σύνταξη 390 ευρώ! Όταν θα τους εγκριθεί το Ε.Κ.Α.Σ θα παίρνει και άλλα 200-250! Για να ζήσει διατηρεί ουζερί στην Πόθια… Τώρα μπαρκάρει ως «οστρακο-αλιεύς» στο Αιγαίο! Σημειωτέον ότι είναι υγιής, υπερκινητικός και πολύ ζωντανός!
«Σκληρή δουλειά του σφουγγαρά! Στην αρχή έπεφτα κι εγώ με σκάφαντρο, τα τελευταία χρόνια ρεβέρα (αυτόνομη κατάδυση με μπουκάλες). Κανείς δεν υπάρχει εν ενεργεία πλέον! Ήρθε κι αυτή η αρρώστια ξανά και μας έδωσε την χαριστική βολή,. Σαπίζει το σφουγγάρι και βρωμά! Σκύλους (καρχαρίες) είδα αμέτρητες φορές! Να από δω μέχρι την πόρτα… Και βέβαια τους φοβάμαι! Έχω φτάσει βουτιά 78 μέτρα…άμα δεν το έχει κανείς στα γονίδια του αποκλείεται να μπορέσει να κάνει αυτή τη δουλειά! Ξέρω να τρίβω πιασμένους ανθρώπους μαλακά στην αρχή και σκληρά στο τέλος. Να, σε μια σκάφη πλυσίματος, ένα σκαμνί και ένα πιάτο λάδι! Αλλά παίρνει πολύ χρόνο αυτή η δουλειά! Το παν είναι να μην σταθούν οι φυσαλίδες στην σπονδυλική στήλη… Γιατί τότες μένει ανάπηρος ο άνθρωπος!»
************************
Αρκετοί παράλυτοι χτυπημένοι απ’ την νόσο των δυτών τριγυρνούσαν στο νησί τα παλιότερα χρόνια και στην χειρότερη των περιπτώσεων ήταν ανήμποροι να εργασθούν ή στην καλύτερη εργαζόντουσαν στην επεξεργασία του σπόγγου. Είναι και οι περιπτώσεις αυτών που από υπερηφάνεια και μεράκι ή επειδή δεν γνώριζαν άλλη δουλειά, ξαναγύριζαν στο επάγγελμα του σφουγγαρά!
Ελάχιστοι πλέον απόμαχοι σφουγγαράδες έμειναν πια! Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση να παίζεις κάθε μέρα την ζωή σου κορώνα-γράμματα λείποντας απ’ το σπίτι σου 6-7 μήνες! Ο μόχθος τους για να βγάλουν τον επιούσιο πέρασε στην ιστορία! Από αυτούς έμεινε ο μύθος τους, η τυραννία και το αντριλίκι!




Θοδωρής Ελευθερίου