Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΓΕΡΑΚΗΣ




Παραθέτω ένα απόσπασμα απ' το συγκλονιστικό βιβλίο "Σφουγγαράδικες Ιστορίες" του Γιάννη Δ. Γεράκη:
Υπότιτλος: Από την Κάλυμνο του 1900
ΕΝΩΣΗ ΚΑΛΥΜΝΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ 1999

(...Στις 21 του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης είχαμε αργία και ήμεθα αραγμένοι σε μιαν ακρογιαλιά πολύ όμορφη που είχε κι ένα σπήλαιο και έτρεχε από μέσα το νερό κρυσταλλένιο. Εκεί περάσαμε όλη την ημέρα μας και την άλλη μέρα πρωϊ, βγήκαμε στη δουλειά. Δουλέψαμε ως το μεσημέρι περίπου και βρίσκαμε σφουγγαράκια. Κατόπιν ο μεγάλος όγκος των πλοίων με τον Γανίτη πάντα επικεφαλής, άλλαξαν δουλεύοντας κατεύθυνσι, έστριψαν πίσω προς ανατολάς. Εμείς, το δικό μας καϊκι, ξεκόψαμε πιο πέρα από το κύριο σώμα της αρμάδας, μαζί με μια άλλη βάρκα μέναμε ακόμα στο ίδιο μέρος και δουλεύαμε.
Έξαφνα, κι ενώ έτυχε να είμαι εγώ στο νεπέτι, από την βάρκα σήκωσαν ένα κοντάρι μ' ένα πανί και ακούσαμε τις φωνές τους που μας φώναζαν "Ψάρι-Ψάρι!" Εγώ ετοιμαζόμουν να βουτήξω μα ένας από τους παληούς σφουγγαράδες μου φωνάζει, "Πάρε το σκαντάλι σου μέσα!", αυτό και έκαμα.
Ο καιρός ήταν γαλήνη κι η βάρκα που μας έκαμνε το σινιάλο, ενώ η αρμάδα απομακρυνόταν, ήρχετο προς το μέρος με τα κουπιά, αλλά μέσα στην βάρκα αυτή ήτανε όλοι έξαλλοι, δεν ήξεραν τι έκαναν σαστισμένοι, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιαν - Τι συμβαίνει; ρωτούμε.
"Μας έφαγε τον άνθρωπο, τον Μανώλη το Βολάρι, ένα ψάρι" ήταν η απάντηση.
Εν τω μεταξύ πλησίασε η βάρκα. Ήταν ο καπετάν Γιώργης ο Κασιώτης. Και σαν πλησίασε η βάρκα κοντά μας είδαμε ένα κομμάτι κρέας πάνω στη πλώρη, συγκεκριμένα είδαμε δύο πόδια κι ένα κομμάτι πλευρό με το αριστερό χέρι, δηλαδή έλειπε το κεφάλι, το δεξί χέρι και το περισσότερο μέρος του θώρακος. Και άρχισε ο Καπετάνιος, ο καπετάν Γιώργης ο Κασιώτης να μας διηγήται το τρομερό δυστύχημα.
Ήτανε βουτηγμένος ο μακαρίτης ο Μανώλης, το Βολάρι, έτσι τον λέγανε, μια και ήταν πραγματικά κοντός και στρογγυλός. Είχε πατώσει, και σε λίγο ο καπετάνιος που ήτανε μέσα στην κομούζα, δηλαδή εκείνη την τρύπα της βάρκας, και κρατούσε στο χέρι του το σκαντάλι και τον ψάρευε, ένοιωσε ένα δυνατό τράβηγμα του σχοινιού, βίαιο, που δεν έμοιαζε με το τσίμπημα, αλλά ούτε και ώρα του ήτανε του σφουγγαρά να τσιμπήση. Πάντως άρχισαν αμέσως να τον τραβούν επάνω, τους έκαμε δε εντύπωση που δεν ήτανε τόσο βαρύς όσο έπρεπε να είναι, δεν ήταν τελείως άδειο το σκαντάλι. Κι απορούσαν για το τι άραγε συμβαίνει;
Κι ως το τραβούσαν το σκαντάλι με ορμή όπως πάντα, πετάχτηκε πάνω στην κουπαστή (μιά και δεν είχε ζωντανό άνθρωπο πάνω να κουμαντάρη) η σκανταλόπετρα, μαζί με το κομμάτι το κρέας του μακαρίτη, δηλαδή τα δύο πόδια με το αριστερό πλευρό και το αριστερό χέρι με τη γάσα.
(Η γάσα είναι ψιλό σχοινάκι, μήκους περί τους 80 πόντους, που στο ένα της άκρο είναι ενωμένη με ένα σιδερένιο κουλούρι. Και μέσα από το κουλούρι αυτό περνά το σκαντάλι -το σχοινί- και η άλλη άκρη της γάσας έχει μια θηλιά που την περνά ο βουτηχτής μέσα στο αριστερό του χέρι. Κι έτσι ενώνει η γάσα τον βουτηχτή με το σκαντάλι, ώστε εν περιπτώσει και συμβεί κάτι στον βουτηχτή, ζάλη π.χ. ή αν τύχη να παρασυρθεί από τα ρέματα όταν παρατήσει χάμω την σκανταλόπετρα για να βγάλει ένα δύσκολο σφουγγάρι, να μην χάνει το σκαντάλι - έτσι η γάσα του εξασφαλίζει την επαφή του με το σκαντάλι χωρίς να είναι δεμένος μ' αυτό. Ώστε να μπορεί να βγάλει τη γάσα απ' το χέρι του και να ελευθερωθεί. Γι' αυτό υπάρχει και η θηλειά).
Τότε λοιπόν όταν τον έβγαλαν επάνω, όλα εξηγήθηκαν μόνα τους. Ο μακαρίτης ο Μανώλης καθώς ευρισκόταν στον πάτο και κύτταζε, πασπάτευε για σφουγγάρι σκυφτός με την πέτρα στην αριστερή μασχάλη, του επετέθη το θηρίο από πάνω και δεξιά. Πρωτοφανές ήταν αυτό, τα σκυλλόψαρα αυτά, οι Καρχαρίες, που έχουν το στόμα τους από το κάτω μέρος της κεφαλής τους, δεν τους είναι εύκολο να αρπάξουν το θύμα τους όταν βρίσκεται στον πυθμένα. Το αρπάζουν είτε στα πάνω είτε στα κάτω όταν το θύμα αιωρείται.
Σ' αυτή την περίπτωσι, τον άρπαξε όταν ο μακαρίτης βρισκότανε κάτω, και το τέρας έβαλε μέσα στο στόμα του το κεφάλι, το δεξί χέρι και ένα μέρος του θώρακος, μέχρι εκεί που έφτανε το αριστερό χέρι του θύματος που αγκάλιαζε την πέτρα. Γι' αυτό όταν έκλεισε το τρομερό του στόμα κι έφθασαν τα δόντια του στην πέτρα, που δεν μπορούσε βέβαια να την κόψη, λασκάρισε κι έφθασε ως εκεί που τέλειωνε η πέτρα, και τον έκοψε. Έμειναν τα ίχνη των τρομερών δοντιών του πάνω στην πέτρα χαραγμένα, όπως συμβαίνει και στους μαστόρους τους πελεκάνους που πελεκούνε τις πέτρες με τα εργαλεία τους...)

Ουδέν σχόλιον...